παλουκοκαύτης


παλουκοκαύτης
Προφορά

Ετυμολογία
παλουκοκαύτης παλούκι + καίω

Ερμηνεία
παλουκοκαύτης

✦ επίθ. ως επίθ. του μηνός Μαρτίου, επειδή αναγκάζει τους ανθρώπους, με το απρόοπτο κρύο του, να καίνε και τα παλούκια ακόμη για να ζεσταθούν: (παροιμ. φρ.) Μάρτης γδάρτης, κακός παλουκοκαύτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.