παλμός


παλμός
Προφορά

Ετυμολογία
παλμός αρχαία ελληνική παλμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παλμός

✦ δόνηση, κραδασμός
✦ χτύπος, σφυγμός: οι παλμοί της καρδιάς
✦ η προπαρασκευαστική ενέργεια του σώματος σε ορισμένα αθλητικά αγωνίσματα: ικανός άλτης, αλλά πρέπει να βελτιώσει τον παλμό του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.