παλλακίδα


παλλακίδα
Προφορά

Ετυμολογία
παλλακίδα αρχαία ελληνική παλλακίς

Ερμηνεία
παλλακίδα

✦ (Κ παλλακίς, -ίδος) γυναίκα, που συζεί με άνδρα χωρίς νόμιμο γάμο, σπιτωμένη, μετρέσα: θα δεις την ξεστήθωτη παλλακή να κάνει την Παναγιά (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.