παλιρροιακός


παλιρροιακός
Προφορά

Ετυμολογία
παλιρροιακός παλίρροια

Ερμηνεία
παλιρροιακός

✦ κ. παλιρροιακός, -ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) ο χαρακτηριστικός της παλίρροιας: παλιρροϊκό κύμα – ρεύμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.