παλιοσίδερα


παλιοσίδερα
Προφορά

Ετυμολογία
παλιοσίδερα παλιός + σίδερα

Ερμηνεία
παλιοσίδερα

✦ ουσ. σπασμένα κομμάτια και μικρά τμήματα από παλιά και μη χρησιμοποιούμενα, σιδερένια και γεν. μεταλλικά αντικείμενα, που συγκεντρώνονται, για να γίνει εκ νέου τήξη ή να χρησιμοποιηθούν για νέες κατασκευές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.