παλικαριά
Προφορά
Ετυμολογία
παλικαριά μεσαιωνική ελληνική παλληκαρία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παλικαριά
✦ η ιδιότητα του παλικαριού, γενναιότητα, ανδρεία: μέτρα πόσες εκκλησίες και μοναστήρια λευτέρωσε με την παλικαριά του ο Κρητικός (Π. Πρεβελάκης)
✦ πράξη, εκδήλωση παλικαριού: ως γύριζες, μες στο τραγούδι… παλικαριές, καημούς (Μ. Μαλακάσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–