παλικάρι


παλικάρι
Προφορά

Ετυμολογία
παλικάρι μεσαιωνική ελληνική παλληκάριον (= σωματοφύλακας), υποκοριστικό του μεταγενέστερη ελληνική πάλληξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το παλικάρι

✦ άντρας γενναίος και μαχητικός
✦ σφριγηλός έφηβος
✦ άνθρωπος ικανότατος: παλικάρι στη δουλειά
✦ άγαμος, εργένης
✦ (κατά την τουρκοκρατία και την επανάσταση του 1821) ένοπλος, μαχητής: κάτου στους κάμπους έρχεται, μαζώνει παλικάρια, μαζώνει νιους για πόλεμο (δημ. τραγ.)
✦ το αγόρι σε αντίθεση προς το κορίτσι
✦ φρ. παλικάρι της φακής, θρασύδειλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.