παλιατσαρία
Προφορά
Ετυμολογία
παλιατσαρία παλιάτσα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παλιατσαρία
✦ σύνολο παλιών πραγμάτων: πουλούσαμε στους Αραπάδες όλες τις άχρηστες παλιατσαρίες που η Ευρώπη δεν καταδεχόταν πια (Μ. Καραγάτσης)
✦ παλιό αντικείμενο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–