παλιανθρωπιά
Προφορά
Ετυμολογία
παλιανθρωπιά παλιάνθρωπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παλιανθρωπιά
✦ η ιδιότητα του παλιάνθρωπου, αχρειότητα, φαυλότητα
✦ πράξη που ταιριάζει σε παλιάνθρωπο: του κακεργέτη βλέψεις και παλιανθρωπιές, και τα λοιπά (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–