παλιάτσος
Προφορά
Ετυμολογία
παλιάτσος └ιταλ┘pagliaccio
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο παλιάτσος
✦ μίμος πανηγυριών ή τσίρκων, γελωτοποιός: και τον είδε με τους νάνους, με του τσίρκου τους παλιάτσους (Κ. Παλαμάς)
✦ (μτφ. ) γελοίος, τιποτένιος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–