παλεύω


παλεύω
Προφορά

Ετυμολογία
παλεύω πάλη

Ερμηνεία
ρήμα παλεύω

✦ επιδίδομαι στο αγώνισμα της πάλης
✦ συμπλέκομαι με κάποιον και προσπαθώ να τον νικήσω: λογομάχησαν και κατέληξαν να παλεύουν
✦ (κ. μτφ.): να παλεύουν με τη μοίρα στις κλεισούρες, να παλεύουν με το Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια (Γ. Θεοτοκάς)
(μτφ. ) αγωνίζομαι σκληρά εναντίον αντιπάλων ή αντίξοων περιστάσεων: αγωνίστηκε, πάλεψε να περισώσει ό,τι ήτανε βολετό (Άγγ. Τερζάκης)
✦ μοχθώ για να επιτύχω κάτι: το παλέψανε τρεις τέσσερις μέρες, Κυριακή πρωί… το κανόνι ήταν έτοιμο (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.