παλαμιαίος


παλαμιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
παλαμιαίος παλάμη

Ερμηνεία
επίθετο┘ παλαμιαίος -α, -ο

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στην παλάμη
✦ που έχει μήκος ή διαστάσεις μιας παλάμης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.