παλαμίζω


παλαμίζω
Προφορά

Ετυμολογία
παλαμίζω παλάμη

Ερμηνεία
παλαμίζω

✦ πιάνω με την παλάμη, ακουμπώ κάπου την παλάμη
✦ (ιταλική spalmare = πισσώνω, καλαφατίζω) επαλείφω πλοίο με μείγμα από πίσσα, λίπος και θειάφι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.