παλαιστής


παλαιστής
Προφορά

Ετυμολογία
παλαιστής αρχαία ελληνική παλαιστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παλαιστής

✦ θηλ. παλαίστρια αθλητής ειδικευμένος στο αγώνισμα της πάλης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.