παλαιολιθικός
Προφορά
Ετυμολογία
παλαιολιθικός παλαιός + λίθος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παλαιολιθικός -ή, -ό
✦ που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο κατά την οποία ο άνθρωπος κατασκεύαζε εργαλεία και όπλα από ακατέργαστη πέτρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
νεολιθικός
Επιρρήματα
–