παλαιοκομματικός


παλαιοκομματικός
Προφορά

Ετυμολογία
παλαιοκομματικός παλαιός + κομματικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ παλαιοκομματικός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στα πρότυπα των παλαιών κομμάτων τα οποία χαρακτηρίζονται από συντηρητισμό, και οπισθοδρόμηση, αυτός που αρνείται τις σύγχρονες πολιτικές αρχές και αντιλήψεις: με παλαιοκομματικές μεθόδους, δεν προοδεύει ο τόπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.