παλαιοημερολογίτισσα


παλαιοημερολογίτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
παλαιοημερολογίτισσα παλαιός + ημερολόγιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παλαιοημερολογίτισσα

✦ θηλ. παλαιοημερολογίτισσα οπαδός του παλιού εκκλησιαστικού ημερολογίου, που τελεί τις εορτές κατά τις ημερομηνίες που ορίζει το παλαιό, δηλ. Ιουλιανό, ημερολόγιο και όχι σ’ αυτές που ορίζει το ισχύον από το 1924 Γρηγοριανό ημερολόγιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.