παλαιοημερολογίτικος
Προφορά
Ετυμολογία
παλαιοημερολογίτικος παλαιοημερολογίτης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παλαιοημερολογίτικος -η, -ο
✦ ο σχετικός με τους παλαιοημερολογίτες ή το παλαιό εκκλησιαστικό ημερολόγιο
✦ (μτφ. ) αναχρονιστικός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–