παλαιοζωικός


παλαιοζωικός
Προφορά

Ετυμολογία
παλαιοζωικός παλαιός + ζωή

Ερμηνεία
επίθετο┘ παλαιοζωικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στον γεωλογικό αιώνα κατά τον οποίο παρατηρούνται τα παλαιότερα ίχνη ζωής

Συνώνυμα

Αντίθετα
καινοζωικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.