παλαίωση


παλαίωση
Προφορά

Ετυμολογία
παλαίωση αρχαία ελληνική παλαίωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παλαίωση

✦ η απώλεια της ιδιότητας του νέου από το πέρασμα του χρόνου, η φθορά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.