παλέτα
Προφορά
Ετυμολογία
παλέτα └ιταλ┘paletta
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παλέτα
✦ πινακίδα όπου ο ζωγράφος ανακατεύει τα χρώματα
✦ η χρωματική κλίμακα που χρησιμοποιεί καλλιτέχνης: άλλαζε παλέτες, δηλαδή χρωματικές κλίμακες, κάθε λίγα χρόνια (Χατζηκυριάκος-Γκίκας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–