παιδομορφισμός


παιδομορφισμός
Προφορά

Ετυμολογία
παιδομορφισμός παις + μορφή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παιδομορφισμός

✦ δυσπλασία του σώματος ενηλίκου, που διατηρεί μορφολογικούς χαρακτήρες παιδιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.