παιδεραστής
Προφορά
Ετυμολογία
παιδεραστής αρχαία ελληνική παιδεραστής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο παιδεραστής
✦ άντρας που έχει ομοφυλοφιλικές σχέσεις με αγόρια
✦ αυτός που έλκεται ερωτικά από ανήλικα παιδιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–