παιδαριωδία
Προφορά
Ετυμολογία
παιδαριωδία παιδαριώδης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παιδαριωδία
✦ η ιδιότητα του παιδαριώδους, πράξη ή λόγος χωρίς σοβαρότητα: γι’ αυτό αγωνισθήκαμε; Για να γράφονται αυτές οι παιδαριωδίες (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–