παιδαράς


παιδαράς
Προφορά

Ετυμολογία
παιδαράς μεγεθ. του └ουσ┘ παιδί

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παιδαράς

✦ παίδαρος (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.