παιδαγωγικός


παιδαγωγικός
Προφορά

Ετυμολογία
παιδαγωγικός αρχαία ελληνική παιδαγωγικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ παιδαγωγικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην παιδαγώγηση, εκπαιδευτικός
✦ θηλ. η παιδαγωγική ως ουσ., επιστήμη που ασχολείται με την ανατροφή και μόρφωση των παιδιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.