παιδάκι
Προφορά
Ετυμολογία
παιδάκι μεταγενέστερη ελληνική παιδάκιον, υποκοριστικό του ουσιαστικού παῖς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παιδάκι
✦ μικρό παιδί, παιδάριο: τον τόπο που μεγάλωνα παιδάκι ν’ αφήσω κάποιο δείλι (Κ. Καρυωτάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–