παθών


παθών
Προφορά

Ετυμολογία
παθών αρχαία ελληνική παθών, μτχ. αορ. του πάσχω

Ερμηνεία
παθών

✦ πρόσωπο που έπαθε κάτι, που υπήρξε θύμα ατυχήματος ή κακής μεταχειρίσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.