παγοθραύστης
Προφορά
Ετυμολογία
παγοθραύστης πάγος + θραύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο παγοθραύστης
✦ πλοίο ειδικής κατασκευής, που μπορεί ν’ ανοίγει δίοδο σε παγωμένη θάλασσα
✦ μηχάνημα στην πλώρη του πλοίου αυτού, για το σπάσιμο των πάγων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–