παγιδεύω
Προφορά
Ετυμολογία
παγιδεύω μεταγενέστερη ελληνική παγιδεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παγιδεύω
✦ στήνω παγίδα ή συλλαμβάνω με παγίδα
✦ (μτφ. ) εξαπατώ, καταδολιεύομαι
✦ (μτφ. ) συντελώ ώστε να βρεθεί κάποιος σε δυσχερή θέση και να μην μπορεί να αντιδράσει: η κυβέρνηση κατάφερε να παγιδεύσει την αντιπολίτευση η οποία δέχτηκε τα μέτρα για την οικονομία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–