παγανό
Προφορά
Ετυμολογία
παγανό μεταγενέστερη ελληνική παγανός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παγανό
✦ ξωτικό, στοιχειό· (εύχρ. ιδ. στον πληθ.) παγανά, οι καλικάντζαροι: λαλούν τα φτερωμένα ζούδια και τα παγανά (Β. Ρώτας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–