παγανιστικός


παγανιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
παγανιστικός παγανισμός

Ερμηνεία
επίθετο┘ παγανιστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στον παγανισμό, ειδωλολατρικός: δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι ένα μέρος της γοητείας της χριστιανικής θρησκείας οφείλεται στα παγανιστικά της στοιχεία, στη μεγάλη ελληνική κληρονομία (Κ. Τσάτσος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.