παίγνιο
Προφορά
Ετυμολογία
παίγνιο αρχαία ελληνική παίγνιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παίγνιο
✦ πράξη, απασχόληση που γίνεται για ψυχαγωγία, παιχνίδι
✦ αντικείμενο ή μέσο που χρησιμεύει για ψυχαγωγία
✦ η χαρτοπαιξία
✦ (μτφ. για πρόσ.) άβουλος, παρασυρόμενος, έρμαιο: τον κάνανε από κυρίαρχο του κόσμου παίγνιο γυναικών και μίμων (Κ. Βάρναλης)
✦ (μτφ. ) καθετί που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου: ο άνθρωπος είναι πλάσμα λεύτερο και αυτεξούσιο, όχι τυφλής μοίρας παίγνιο (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–