πίτερο


πίτερο
Προφορά

Ετυμολογία
πίτερο μεσαιωνική ελληνική πίτερον

Ερμηνεία
πίτερο

✦ (Κ πίτυρον) το φλούδι των σπορίων των σιτηρών που αποβάλλεται με την άλεση
✦ φρ. τρώει πίτουρα, είναι ανόητος σαν ζώο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.