πίστα


πίστα
Προφορά

Ετυμολογία
πίστα └γαλλ┘ piste

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πίστα

✦ επίπεδο μέρος σταδίου ή ιπποδρόμου κατάλληλο για ασκήσεις ή αγώνες
✦ επίπεδος και συνήθως στρογγυλός χώρος σε κέντρο ψυχαγωγίας, κατάλληλος για χορό
✦ ο χώρος όπου διεξάγονται αγώνες αυτοκινήτων ή ποδηλάτων
✦ κατάλληλα διαμορφωμένο τμήμα αεροδρομίου για την τροχοδρόμηση των αεροπλάνων
✦ ειδικός χώρος σε χιονισμένο βουνό για την επίδοση στη χιονοδρομία (σκι)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.