πίσσα


πίσσα
Προφορά

Ετυμολογία
πίσσα αρχαία ελληνική πίσσα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πίσσα

✦ παχύρρευστο και μαύρο προϊόν αποστάξεως διαφόρων καύσιμων υλών και ιδ. των γαιανθράκων
✦ φρ. μαύρος πίσσα, κατάμαυρος – σκοτάδι πίσσα, βαθύ, πυκνό σκοτάδι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.