πίεση


πίεση
Προφορά

Ετυμολογία
πίεση αρχαία ελληνική πίεσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πίεση

✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πιέζω, σύνθλιψη, πάτημα, ζούλημα
(μτφ. ) κατάσταση δυσάρεστη, στενοχώρια εξαιτίας ορισμένων συνθηκών: η πίεση της δουλειάς
✦ υδροστατική πίεση, η ασκούμενη από το νερό στα τοιχώματα του δοχείου που το περιέχει – ατμοσφαιρική πίεση, η ασκούμενη από την ατμόσφαιρα στα σώματα που βρίσκονται στη γη – αρτηριακή πίεση, η ασκούμενη από το αίμα που εξακοντίζει η καρδιά στα τοιχώματα των αρτηριών
✦ η υπέρταση
(μτφ. ) εξαναγκασμός, ενόχληση, ζόρισμα: δέχεται πιέσεις απ’ όλες τις πλευρές αλλά δεν υποκύπτει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.