πήχης


πήχης
Προφορά

Ετυμολογία
πήχης αρχαία ελληνική πῆχυς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πήχης

✦ το τμήμα του ανθρώπινου χεριού από τον αγκώνα ως τον καρπό
✦ ονομασία διαφόρων μονάδων μήκους
✦ η πήχη βλ. λ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.