πήξη


πήξη
Προφορά

Ετυμολογία
πήξη αρχαία ελληνική πῆξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πήξη

✦ η μεταβολή ρευστού σε στερεό, πήξιμο
✦ συναρμογή πολλών τμημάτων σ’ ένα σύνολο

Συνώνυμα

Αντίθετα
τήξη
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.