πήδος


πήδος
Προφορά

Ετυμολογία
πήδος πηδώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πήδος

✦ μεγάλο πήδημα: μ’ έναν πήδο βρέθηκε στην άλλη μεριά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.