πήδημα
Προφορά
Ετυμολογία
πήδημα αρχαία ελληνική πήδημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πήδημα
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πηδώ, άλμα
✦ φρ. ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα, για κάποιον που καλείται εμπράκτως να αποδείξει όσα καυχάται ότι έπραξε
✦ (για ζώα) επίβαση, οχεία, βάτεμα
✦ (για πρόσ.) συνουσία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–