πέτασος


πέτασος
Προφορά

Ετυμολογία
πέτασος μεταγενέστερη ελληνική πέτασος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πέτασος

✦ πλατύγυρο κάλυμμα της κεφαλής
✦ (βοταν.) το πίσω και συνήθ. μεγαλύτερο πέταλο της στεφάνης των ψυχανθών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.