πέσιμο
Προφορά
Ετυμολογία
πέσιμο μεσαιωνική ελληνική πέσιμον, από το θ. αορ. του πέφτω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πέσιμο
✦ πτώση
✦ κατάκλιση, πλάγιασμα
✦ (οικον.) μείωση, ελάττωση: το πέσιμο των μετοχών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–