πένθιμος
Προφορά
Ετυμολογία
πένθιμος αρχαία ελληνική πένθιμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πένθιμος -η, -ο
✦ ο αναφερόμενος στο πένθος, ο δηλωτικός πένθους: πένθιμη φορεσιά – κωδωνοκρουσία
✦ που προκαλεί λύπη, μελαγχολία: θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι (Κ. Ουράνης)
✦ θλιμμένος, κατηφής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–