πέναλτι
Προφορά
Ετυμολογία
πέναλτι └αγγλ┘penalty (= τιμωρία, ποινή)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το πέναλτι
✦ ειδ. στο ποδόσφαιρο, ποινή, που επιβάλλεται για παράβαση του κανονισμού, κατά την οποία παίκτης σουτάρει την μπάλα κατευθείαν προς το αντίπαλο τέρμα, με μόνο αντίπαλο τον τερματοφύλακα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–