πένα


πένα
Προφορά

Ετυμολογία
πένα └ιταλ┘penna (=φτερό)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πένα

✦ γραφίδα από φτερό ή μεταλλική: ξαναξύνει την πένα του, που ‘ναι από χήνας φτερό (Πετσάλης-Διομήδης)
✦ κοντυλοφόρος: φρ. έχει δυνατή πένα, γράφει ωραία
✦ έλασμα για κρούση των χορδών μουσικού οργάνου
✦ υποδιαίρεση της αγγλικά νομισματικής μονάδας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.