πέλεκας


πέλεκας
Προφορά

Ετυμολογία
πέλεκας μεγεθ. του πελέκι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πέλεκας

✦ μεγάλο τσεκούρι
✦ το πουλί πελεκάνος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.