πέλαγος
Προφορά
Ετυμολογία
πέλαγος αρχαία ελληνική πέλαγος
Ερμηνεία
πέλαγος
✦ η ανοιχτή θάλασσα, μακριά από τις ακτές: μου φαίνεται πως πάω και ταξιδεύω στην ερμιά του πελάγου (Διον. Σολωμός) – η θεία γαλήνη με καλεί του πέλαου (Άγγ. Σικελιανός)
✦ (γεωγρ.) τμήμα θαλασσινής έκτασης μικρότερο από τον ωκεανό και τη θάλασσα: Αιγαίο – Ιόνιο πέλαγος
✦ (μτφ. ) αφθονία, πλησμονή: το πέλαγος των δακρύων – των αμαρτιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–