πέδιλο


πέδιλο
Προφορά

Ετυμολογία
πέδιλο αρχαία ελληνική πέδιλον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πέδιλο

✦ δερμάτινο υπόδημα που σκεπάζει μόνο το πέλμα και δένεται στο πόδι με λουριά, σαντάλι
✦ κάθε παραπλήσιο υπόδημα, ξυλοπέδιλο, τροχοπέδιλο, παγοπέδιλο κτλ.
✦ (μηχαν.) ξύλινο ή μεταλλικό κομμάτι που χρησιμεύει ως υποστήριγμα
✦ ξύλινος ή μετάλλινος μοχλός, που δίνει κίνηση σε μηχανισμό, πετάλι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.