πάχος
Προφορά
Ετυμολογία
πάχος αρχαία ελληνική πάχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πάχος
✦ (για στερεά σώματα) η μικρότερη από τις τρεις διαστάσεις
✦ (για πρόσ. κ. ζώα) πολυσαρκία, παχυσαρκία
✦ (συνεκδ.) ζωικό λίπος, ξίγκι
Συνώνυμα
χόντρος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–